λαρυγγόφωνος

λαρυγγόφωνος
-ή, -ο (Α λαρυγγόφωνος, -ον)
1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει
2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο
τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις τού λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ξενό-φωνος, τραυλό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγόφωνος — sounding from the throat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγόφωνος — η, ο αυτός που έχει λαρυγγική φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγόφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή, η οποία εφάπτεται στον λαιμό του ανθρώπου. Κατ’ αντιστοιχία με τον λάρυγγα μετατρέπει τους παλμούς που παράγονται από τις φωνητικές χορδές σε ανάλογα διαμορφωμένο ηλεκτρικό ρεύμα. Κατόπιν η ανθρώπινη φωνή αναπαράγεται… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ԿՈԿՈՐԴԱԽՕՍ — ( ) NBH 1 1110 Chronological Sequence: 8c ա. λαρυγγόφωνος ex gutture vocem fundens. Որ ʼի կոկորդէ խօսի. հագագային. խոշորաձայն. պօղազէն ձան հանօղ. *Ստեղծ զնշանագիրս՝ կոկորդախօս, Խժական գարգարացւոց լեզուին. Խոր. ՟Գ. 54 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”